- ρεμέ(ν)τζο
- το, Νναυτ. χοντρό σκοινί για τη ρυμούλκυση πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμε(ν)τζάρισμα — και ρεμι(ν)τζάρισμα, το, Ν ναυτ. ρυμούλκυση πλοίου με ρεμέ (ν)τζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμεντζάρω / ρεμιντζάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
ρεμε(ν)τζάρω — και ρεμι(ν)τζάρω Ν ρυμουλκώ πλοίο, το δένω με ρεμέν(ν)τζο, το προσορμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimaneggiare] … Dictionary of Greek